συρμή

συρμή
η
1) след (от волочащегося предмета);

συρμή του νερού — кильватер;

2) проход, отверстие для прохода;

συρμή των μελισσιών — леток;

3) домашние вещи, скарб;
4) см. συρμός 4

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συρμή" в других словарях:

  • συρμή — συρμή, η και σουρμή, η 1. αυλάκι που σχηματίζεται από συρόμενο σώμα. 2. επιδημία: Έπεσε συρμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρμή — trail fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμή — η, ΝΑ, και σουρμή Ν [σύρω] νεοελλ. 1. αυλάκι που σχηματίζεται από σώμα που σύρεται 2. τόπος διάβασης πουλιών 3. το σύνολο τών επίπλων και σκευών οικίας 4. επιδημία, συρμός 5. παροιμ. «το φίδι βλέπεις και τη σουρμή γυρεύεις» λέγεται για ανθρώπους… …   Dictionary of Greek

  • νεροσυρμή — η 1. φυσικό αυλάκι που σχηματίζεται από τα νερά τής βροχής τα οποία κατεβαίνουν από την πλαγιά όρους ή λόφου 2. ορμητικό ρεύμα ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + συρμή (< σύρω), πρβλ. ανεμο συρμή] …   Dictionary of Greek

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»